οφθαλμοσκόπηση

οφθαλμοσκόπηση
η
η οφθαλμοσκοπία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οφθαλμός + σκοπώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στον Σ. Α. Ζαγκαρόλα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • οφθαλμοσκόπηση — η παρατήρηση, ανίχνευση του εσωτερικού του ματιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οφθαλμοσκοπικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην οφθαλμοσκόπηση: Οφθαλμοσκοπική έρευνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”